"...Η σπουδή των παραδοσιακών οργάνων αν και δεν είναι τυπικά αναγνωρισμένη από το νόμο, δηλαδή δεν παρέχει αναγνωρισμένα πτυχία ή διπλώματα, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στο Δημοτικό Ωδείο Λιβαδειάς..." απόσπασμα από τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Δημοτικού Ωδείου |
Προεγγραφές: από 20 Μαϊου έως 30 Ιουνίου Εγγραφές: από 1η Σεπτεμβρίου ------------------------------------ -------------------- |
ΠΝΕΥΣΤΑ: σαξόφωνο – φλογέρα – κλαρίνο Διδάσκει ο Θοδωρής Ρέλλος Το κλαρίνο, ως λαϊκό μουσικό όργανο, έρχεται στην Ελλάδα απ' την Τουρκία με τους Τουρκόγυφτους, γύρω στα 1835. Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία, απ' όπου και προχωρεί προς τα κάτω. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το λαϊκό μουσικό σχήμα που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζύγια - νταούλι - ζουρνά. Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο, και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της οργανικής μουσικής. Το κλαρίνο αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικούς συντελεστές και μαζί φορείς του πνεύματος που χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Σαξόφωνο. Το σαξόφωνο εφευρέθηκε το 1842, τελευταίο σε σχέση με τα άλλα πνευστά, από τον ιδιοφυή Αδόλφο Σαξ, και αρχικά βρήκε θέση σε στρατιωτικές μπάντες. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι καταπιεσμένοι νέγροι βρήκαν σε αυτό, το ιδανικό όργανο για τα μπλουζ και για την τζαζ, χάρη στην οποία έγινε διάσημο. Σε συνδυασμό με άλλα χάλκινα πνευστά και όχι μόνο, εκφράζει ιδανικά το παραδοσιακό βαλκανικό ηχόχρωμα. Ποιμενικός αυλός. Αερόφωνο όργανο της δημοτικής και της λαϊκής μουσικής, που συναντιέται σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα με διάφορα ονόματα (φλουέρα, καλάμι, τζαμάρα, φιούτο, σουραύλι). Οι διαφορές στην ονομασία οφείλονται εν πολλοίς στις διαφορές μήκους και διαμέτρου του σωλήνα, αλλά και στο επιστόμιο. Η φλογέρα κατασκευάζεται από ξύλο (κυρίως καλάμι), σίδερο, μπρούντζο ή κόκκαλο (φτερούγα, πόδι μεγάλου πουλιού: οι καλύτερες φλογέρες γίνονται από φτερούγα γύπα). Ο χαρακτηριστικός ήχος της φλογέρας εκπροσωπεί ιδανικά τη θλιμμένη αξιοπρέπεια της μοναξιάς. ----------------------------------------------------- |
ΛΑΟΥΤΟ – ΤΡΑΓΟΥΔΙ Διδάσκει ο Νίκος Κορογιάννος Λαούτο. Η ιστορία των οργάνων της οικογένειας του λαούτου ξεκινάει από την 3η χιλιετία π.Χ στη Μεσοποταμία. Στον ελλαδικό χώρο το πρώτο όργανο αυτού του τύπου που συναντάμε είναι το αρχαιοελληνικό τρίχορδο, η πανδούρα όπως την έλεγαν. Από την πανδούρα προήλθε ο ταμπουράς και μια παραλλαγή του ταμπουρά που διαμορφώθηκε γύρω στο 17ο αιώνα είναι το ελληνικό λαούτο. Στο λαούτο διατηρήθηκε το μακρύ χέρι με τις κινητές υποδιαιρέσεις που είχε ο ταμπουράς, όμως το μικρό στρογγυλό ηχείο αντικαταστάθηκε από άλλο αχλα-δόσχημο και βασικά πολύ μεγαλύτερο με στόχο την αύξηση του όγκου και της έντασης του ήχου. Τραγούδι. Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί μια μορφή τέχνης ιδιαίτερα σύνθετη, καθώς αντιπροσωπεύει τη σύνθεση τριών μορφών τέχνης: της ποίησης, της μουσικής και της όρχησης, δηλαδή τη διαχρονική ενότητα λόγου, μέλους και κίνησης. Το προσεγγίζουμε με σεβασμό στην πολιτιστική, ιστορική και παιδαγωγική του αξία καθώς πρόκειται για την ίδια την προφορική μας παράδοση. ----------------------------------------------------- |
ΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ Το ούτι έχει μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο, κοντό και φαρδύ χέρι χωρίς μπερντέδες, κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γωνία με το χέρι, κλειδιά απ' τα πλάγια και παίζεται με πένα. Έχει συνήθως πέντε διπλές χορδές, στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι, κουρντισμένες κατά τέταρτες, εκτός από την βαρύτερη χορδή που κουρντίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη. Στην κατασκευή ακολουθεί την ίδια διαδικασία με το λαούτο. Το ούτι αν και το συναντάμε στην Ελλάδα, παίζεται σε περιορισμένη κλίμακα. Ούτι έπαιζαν οι Έλληνες της Μ. Ασίας και της Κωνσταντινούπολης. Μετά την καταστροφή του '22 και την ανταλλαγή των πληθυσμών το ούτι χρησιμοποιήθηκε και στον ελλαδικό χώρο, κυρίως σε μικρασιατικά γλέντια. Ο κεμεντζές ή λύρα που παίζουν οι Έλληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας, έχει φιαλόσχημο ηχείο και κοντό χέρι χωρίς μπερντέδες που συνεχίζει το ηχείο, κλειδιά από πίσω προς τα εμπρός, τοστιέρα, καβαλάρη, τρεις μονές χορδές στερεωμένες στον κορδοδέτη και παίζεται με δοξάρι. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, με μικρές όμως διαφορές στις διαστάσεις του. Τα Ζίλια είναι μικρά οργανάκια που ακούγονται σαν συνοδεία στα κάλαντα, στους γάμους και στα πανηγύρια και ακόμα στους χορούς που οι χορεύτριες χτυπάνε με τα δάχτυλα τους διάφορους ρυθμούς στα χορευτικά βήματα που κάνουν. Στις βυζαντινές τοιχογραφίες τα ζίλια, δηλαδή τα μικρά κύμβαλα, τα βλέπουμε συχνά. |