Οι ενημερωμένοι φίλοι της κλασικής μουσικής γνωρίζουν άριστα ότι η χρυσή εποχή των πανάκριβων ηχογραφήσεων με αστέρες σε στούντιο έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και μαζί της δύει η βασιλεία των μεγάλων πολυεθνικών δισκογραφικών εταιρειών.
Από τους ιστορικούς κολοσσούς που μέχρι προ δεκαετίας κονταροχτυπιούνταν για κυριαρχία στον χώρο ελάχιστοι έχουν επιζήσει· οι υπόλοιποι έκλεισαν, συγχωνεύτηκαν ή αγοράστηκαν και σήμερα οι ηχογραφήσεις τους περιφέρονται -ή «σκοτώνονται»!- με διαφορετικά εξώφυλλα, σε πιθανούς και απίθανους συνδυασμούς.
Το κενό που απέμεινε καλύπτουν πλέον άλλες, μικρότερες εταιρείες, συνήθως εθνικές και με εστιασμένο ρεπερτόριο, λειτουργώντας με διαφορετικές λογικές και στρατηγικές. Ακόμη πιο πρόσφατα, σημαντικότατη μερίδα του ενδιαφέροντος των φιλόμουσων άρχισαν να κερδίζουν οι ζωντανές ηχογραφήσεις λυρικών θεάτρων και ραδιοφωνιών, ιστορικές αλλά και σύγχρονες.
Πρόκειται για ένα πολύτιμο δώρο της ψηφιακής επανάστασης, αφού μόνο με τις δυνατότητες και τα εμπορικώς συμφέροντα κόστη των νέων τεχνολογιών είναι εφικτή η παραγωγή τέτοιων προϊόντων υψηλής ποιότητας. Πολλαπλά ευπρόσδεκτη, αυτή η εξέλιξη συνεισφέρει αποφασιστικά και στην εξυγίανση της πρόσληψης της κλασικής μουσικής, καθώς παρέχει πρόσβαση τόσο στη βαθιά προϊστορία του χώρου όσο και στην αδιαμεσολάβητα «ζωντανή», σημερινή του πραγματικότητα· μια πραγματικότητα αναμφίβολα ειλικρινέστερη από την αμφιλεγόμενα αντιπροσωπευτική, αδίστακτα «πειραγμένη» των στούντιο των ηχογραφήσεων!
Στη χώρα μας, όπου οι σχέσεις πολιτικής και πολιτισμού ουδέποτε ήσαν καθαρές, ενώ αποβαίνουν συστηματικά υπέρ της πρώτης και σπανιότατα υπέρ του δεύτερου, η εγχώρια κληρονομιά της κλασικής μουσικής παραμένει στο όριο του αφανισμού. Ανθρωποι πεθαίνουν, μνήμες χάνονται, τεκμήρια φθείρονται ανεπανόρθωτα και αρχεία διασκορπίζονται καθιστώντας το παρελθόν της «ζωντανής» μουσικής ζωής απρόσιτο και συνεπώς βουβό.
Το περιεχόμενο των λιγοστών αρχείων με ιστορικές ηχογραφήσεις σπάνια αξιοποιείται, ενώ οι ελάχιστες σοβαρές προσπάθειες αποδεικνύονται θνησιγενείς και απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Πού μπορεί να βρει κανείς σήμερα τη σειρά ιστορικών ηχογραφήσεων της ΕΡΤ (σε cds) και γιατί αυτή δεν είχε καμία συνέχεια; Πώς κατέληξε τελικά η ηχογράφηση της συναυλίας της Κάλλας στο Ηρώδειο (1957) να ανήκει στην ΕΜΙ; Τι άλλες τέτοιες ηχογραφήσεις από τις εκατοντάδες συναυλιών και παραστάσεων στο Φεστιβάλ Αθηνών κρύβονται στο Αρχείο της ΕΡΤ ή αλλού; Πού κατέληξε η πρώτη έκδοση της «Ρέας» του Σαμάρα (σε LP) από το ΥΠΠΟ τη δεκαετία του '80; Πόσο εύκολα βρίσκει κανείς σήμερα την ηχογράφηση της «Ανατολής» του Καλομοίρη ή την επετειακή έκδοση των 12 cds με έργα Ελλήνων συνθετών (2004) που εξέδωσε ο ΟΠΕΠ; Τι αξιοποιήσιμες ηχογραφήσεις ελληνικής όπερας σώζονται στο Αρχείο της ΕΛΣ ή λανθάνουν -πειρατικές ή όχι ελάχιστη σημασία έχει πλέον!- σε αρχεία ιδιωτών;
Τη χρονιά που πέρασε δύο ελάχιστα δείγματα τέτοιων, πολλαπλά σημαντικών τεκμηρίων ήρθαν στην επιφάνεια. Το πρώτο είναι ένα διπλό cd με ηχογραφήσεις της ΚΟΑ και της Συμφωνικής Ορχήστρας του ΕΙΡ υπό τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη (1889-1957), μια μουσική προσωπικότητα που στο πλαίσιο της ελληνικής μουσικής ζωής της εποχής ήταν ό,τι ο Μπίτσαμ και ο Μπαρμπιρόλι για τους Αγγλους ή ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ για τους Γερμανούς. Πρόκειται για εναρκτήρια έκδοση σειράς ιστορικών, αρχειακών εκδόσεων από την ΚΟΑ και διατίθεται εκτός εμπορίου.
Οι ηχογραφήσεις είναι του 1955, προέρχονται από το Αρχείο της ΕΡΤ και περιλαμβάνουν ελληνικά έργα (Καλομοίρης, Λαμπελέτ, Καρρέρ, Σκλάβος, Σπάθης, Κουνάδης, Λαυράγκας). Το δεύτερο, επίσης διπλό cd κυκλοφόρησε πιο πρόσφατα (Απόλλων Συν.Π.Ε.) και είναι αφιερωμένο στον συνθέτη, πιανίστα και αρχιμουσικό Κωνσταντίνο Κυδωνιάτη (1908-1996). Περιλαμβάνει ζωντανές ηχογραφήσεις της περιόδου 1955-1974 προερχόμενες από το αρχείο του συνθέτη, στις οποίες αυτός συμμετέχει ως πιανίστας-συνοδός και αρχιμουσικός. Ακούγονται έργα (κυρίως σονάτες) Ντεμπισί, Μπλοχ, Ραβέλ, Πίστον, Ενέσκου, Κυδωνιάτη, Βιβάλντι, Ταρτίνι, Παγκανίνι, Σαιν-Σανς, Σκαλκώτα, Πάρτος και Σοσόν, στα οποία ο συνθέτης παίζει πιάνο δίπλα σε διάσημους ξένους και Ελληνες σολίστες διαφόρων οργάνων (Ιβρι Γκίτλις, Αμφιτεατρώφ, Φρειδερίκος Βολωνίνης, Βύρων Κολάσης, Ενρίκο Μαϊνάρντι, Ρουτζέρο Ρίτσι, Σταυριανός κ.ά.).
Συνολικής διάρκειας περίπου πέντε ωρών, η ακρόαση των τεσσάρων αυτών δίσκων προσφέρει πολλές και ειδικές εκπλήξεις και συγκινήσεις -επίπεδο και ύφος ερμηνειών, εύρος ρεπερτορίου- που ξαναζωντανεύουν με συναρπαστικά γλαφυρό τρόπο το πολιτιστικό στίγμα της εποχής και του τόπου.
Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ